Αρχές καλοκαιριού
Σάββατο του 1980
Εξω απο την Νέα Αρτάκη
Μετά τα μεσάνυχτα δεν είχε ύπνο
Κατέβηκε στο σαλόνι τού ξενοδοχείου
Να περάσει την ώρα της
Να πιει ένα ποτό
Να σκεφτεί τα επόμενα βήματα
Εκεί την είδε
Σκυφτή και αμίλητη
Πάνω απο ένα τραπέζι
Της μίλαγε η φωνή της
Το απροσδιόριστο πάθος
Της ερμηνείας
Ηθελε να την γνωρίσει
Περίμενε την ευκαιρία
Αλλά
Εκείνη η παρτίδα
Δεν έλεγε να τελειώσει
Πήρε χαράματα
Είχε αρχίσει να κουτουλάει
Απο την νύστα
Ωσπου
Ω
Του θαύματος
Μια ομάδα νεαρών
Καλογυμνασμένων κορμιών
Εκανε την εμφάνισή της
Με φόρμες αθλητικές
Και τον λογότυπο στην πλάτη
Συνήλθε
Ηταν ποδοσφαιριστές
Τους είχαν φέρει στο ξενοδοχείο
Για απομόνωση αυτοσυγκέντρωση και διαλογισμό
Πριν απο επερχόμενο αγώνα
Ετσι της είπαν
Πήραν πρωινό γεύμα
Εφυγαν για προπόνηση
Τελείωσε και η παρτίδα
Σκυφτή και αμίλητη
Σηκώθηκε απο το τραπέζι
Μονάχη
Την πλησίασε
Εχω ξενυχτήσει
Κερνάω καφέ
Τον ήπιαν
Σκυφτές και αμίλητες
Η μια περαστική και αμήχανη
Η άλλη
Ηξερε να κρατάει
Μυστικά και ντοκουμέντα
Χάρηκα για την γνωριμία
Επίσης
Ηταν σχεδόν μεσημέρι
Θα ξυπνούσαν
Οι άλλοι
Κατέβηκε στην παραλία